εντολέας

εντολέας
ο (Μ ἐντολεύς)
νεοελλ.
αυτός που δίνει κάποια εντολή, ο εντολοδότης
μσν.
1. ο πληρεξούσιος
2. (μετων.) η εντολή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εντολέας — ο πληθ. είς 1. αυτός που δίνει εντολή σε άλλον, που παραγγέλλει. 2. (νομ.), αυτός που αναθέτει σε άλλον τη διεξαγωγή κάποιας υπόθεσης, ο εντολοδότης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντολή — Σύμβαση, που ρυθμίζει κυρίως ο Αστικός Κώδικας αλλά αναπτύσσεται ιδιότυπα στο εμπορικό δίκαιο (εμπορικός αντιπρόσωπος). Ο χαρακτήρας της είναι προσωπικός και εμπιστευτικός. Ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να διεξάγει την υπόθεση που του αναθέτει ο… …   Dictionary of Greek

  • εντολοδότης — ο (θηλ. εντολοδότις) εντολέας …   Dictionary of Greek

  • εντολή — η 1. προσταγή, διαταγή, παραγγελία. 2. (εκκλησ.), η παραγγελία από το Θεό: Οι δέκα εντολές. 3. εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα, δικαιοδοσία: Υπογράφει τα έγγραφα με εντολή του νομάρχη. 4. (νομ.), σύμβαση, με την οποία ο εντολοδόχος υποχρεώνεται να …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντολοδότης — ο θηλ. ότρια 1. αυτός που δίνει εντολή, ο εντολέας. 2. (νομ.), αυτός που με δικαστική πράξη αναθέτει σε κάποιον (τον εντολοδόχο) την εκτέλεση πράξης ή πράξεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”